- τετανοί
- τετανόςstretchedmasc nom/voc plτετανόωstretchpres subj mp 2nd sgτετανόωstretchpres ind mp 2nd sgτετανόωstretchpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετανοῖ — τετανόω stretch pres ind mp 2nd sg τετανόω stretch pres opt act 3rd sg τετανόω stretch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτανοι — τέτανος convulsive tension masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετανώ — όω, Α [τέτανος (Ι)] (ιδίως για το δέρμα) καθιστώ κάτι λείο και, κυρίως, τό απαλλάσσω από ρυτίδες με τέντωμα («χρῶτα ῥύπτει καὶ τετανοῑ», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
Αρεταίος Καππαδόκης — (β’ μισό 1ου – α’ μισό 2ου αι. μ.Χ.).Γιατρός από την Καππαδοκία, οπαδός της εκλεκτικής σχολής. Τα δύο κυριότερα έργα του, που έχουν σωθεί σχεδόν ολόκληρα και έχουν εκδοθεί πολλές φορές στα ελληνικά και τα λατινικά από το 1552, είναι το Περί… … Dictionary of Greek
ՏԱՐԱԾՈՒՄՆ — (ծման.) NBH 2 0853 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c գ. ἑκτένεια extensio κατάχυσις effusio եւ այլն. Տարածելն, եւ իլն. ծաւալումն. *Անդունդք, որոյ տարածումն ʼի ներքոյ իւր. Յոբ. ՟Լ՟Զ. 15: *Ունելով զարածումն իւր ʼի դաշտս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)